- 1978
Αγάπη μου με πολυελαίους και σημαιάκια
έρχεσαι στη σούδα της Ιωάννου Μεταξά
εγώ μένω στο 14
και κάνεις πως δεν το ξέρεις.
Μικρές όρθιες πέρδικες
σε μάθαιναν τραγούδια κι αινίγματα
και στο δημοτικό του Διγενή
που η μάνα του πήγαινε
ένα ταψί τυρόπιτα στο φούρνο
τα πέντε αδέρφια κι η κακιά γυναίκα
αγάπη μου.
Τα βράδια τα 'φερνα δύσκολα
έλεγα αύριο
θα πάω να ψωνίσω
πλαστικά κυπελάκια για γαργάρες.
Η κυρία του στρατοδίκη
στο πλαϊνό διαμέρισμα
να λέει στη μάνα μου απ' το φωταγωγό
έκτακτη να σας ζήσει είκοσι τριών χρονών
κι όμως παρθένος
κατάλαβες δηλαδή
γινόμασταν ρεζίλι σε κοτζάμ πολυκατοικία.
Η γιαγιά μου απλώς κούναγε το κεφάλι της
ευχαριστώ ή ποιος ξέρει.
Τότε που λες αποφάσισα να φύγω.
Πήρα το τρόλεϊ και στη διαδρομή
ζωγράφιζα αλλήθωρες φάτσες
και το χέρι μου μούντζα σε μια σελίδα.
Θυμόμουνα τότε που πήγαινα πανεπιστήμιο
πρωί πρωί με βαμμένο μάτι.
Τώρα πάνω στην ταράτσα φωνάζανε
με γένια και μαλλιά
κι ένα κορίτσι με στρατιωτικό σακάκι
είχανε κόψει την κυκλοφορία.
Αλητάμπουρες, είπε ο διπλανός μου
που ήτανε δασοφύλακας
κι είχε ένα καπέλο για να βγάζει λαγούς
και άλλα χορευτικά ζώα.
Σε μια βιτρίνα δυο κοπέλες
πριονίζανε
ένα πέτρινο ψωμί με σταφίδες.
Γύρω βλέπανε οι περίεργοι
και βάζανε στοιχήματα.
Το σόι, Κέδρος, 1978